- λίσγον
- λίσγον, τὸ (Α)ο λίσγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λίσγος*).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονολίσγιον — και μονολίσκιν, τὸ (Μ) μέτρο χωρητικότητας ίσο με 1,174 κυβικά μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * λίσγον / λίσγος] … Dictionary of Greek
πλατυλίγιστον — τὸ, Α (ενν. κηπουρικόν) πλατύ λισγάρι, είδος πλατιάς αξίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λίγιστον (< λίσγιστον < λίσγον «αξίνα, σκαπάνη, σκαλιστήρι»)] … Dictionary of Greek